γραμμάριο

γραμμάριο
Μονάδα μέτρησης μάζας στο σύστημα μονάδων CGS, το οποίο έχει ως θεμελιώδεις μονάδες το εκατοστόμετρο, το γ. και το δευτερόλεπτο. Το γ. ορίζεται ως το ένα χιλιοστό της μάζας του πρότυπου χιλιόγραμμου. Η μονάδα αυτή πρέπει να ονομάζεται ακριβέστερα γ. μάζας. Με τον όρο γ. εννοούμε επίσης τη μονάδα του βάρους (γ. βάρους), η οποία αντιστοιχεί με μεγάλη προσέγγιση στο βάρος ενός κυβικού εκατοστού αποσταγμένου ύδατος θερμοκρασίας 4°C (η θερμοκρασία στην οποία το νερό έχει τη μέγιστη πυκνότητα) και πίεσης μιας ατμόσφαιρας. Οι όροι γραμμοάτομο, γραμμομόριο, γραμμοϊόν και γραμμοϊσοδύναμο σημαίνουν την ποσότητα ύλης που εκφράζεται σε γ., που αντιστοιχεί στο ατομικό βάρος, στο μοριακό βάρος, στο βάρος ενός ιόντος και στο χημικό ισοδύναμο ενός στοιχείου ή ενός ιόντος.
* * *
το (Α γραμμάριον)
νεοελλ.
μονάδα βάρους, το ένα χιλιοστό τού κιλού
αρχ.
μονάδα βάρους ίση με τρεις οβολούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού γράμμα (πρβλ. αγγλ. gram
γαλλ. gramme)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γραμμάριο — το υποδιαίρεση του χιλιόγραμμου, το χιλιοστό του κιλού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • αλιπηγή — η (Υδρολ.) κατηγορία χλωριονατριούχων ιαματικών πηγών στις οποίες τα στερεά συστατικά ξεπερνούν το 1, 5 γραμμάριο ανά χιλιόγραμμο ύδατος και τα κύρια ιόντα τους είναι Na + και Cl . [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλι * (< ἃλς, ἁλὸς) +… …   Dictionary of Greek

  • απορροή — Η εκροή, η ρεύση· η προέλευση· η αναθυμίαση· η έκλυση. (Γεωλ.) Η άμεση ροή των επιφανειακών νερών (από βροχή ή χιόνι) εξαιτίας πλευρικών επιφανειών, κλιτύων κλπ. Με την α. τα επιφανειακά νερά καταλήγουν στα ποτάμια και τις λίμνες και έπειτα στη… …   Dictionary of Greek

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • γράμμο — το το γραμμάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gramme < λατ. gramma < ελλ. γράμμα] …   Dictionary of Greek

  • γραμμο- — (I) με τη μορφή γραμμο < γράμμα ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός σύνθετων λέξεων τής Ελληνικής. Το γραμμο εκφράζει τη σημασία «γραμμάριο» (πρβλ. γραμμοάτομο, γραμμοϊσοδύναμο, γραμμομόριο) και έχει εισαχθεί από την… …   Dictionary of Greek

  • ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”